πολύφυλλος — with many leaves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφυλλος — η, ο αυτός που έχει πολλά φύλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυφυλλότερον — πολύφυλλος with many leaves adverbial comp πολύφυλλος with many leaves masc acc comp sg πολύφυλλος with many leaves neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφυλλον — πολύφυλλος with many leaves masc/fem acc sg πολύφυλλος with many leaves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφύλλοις — πολύφυλλος with many leaves masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφύλλους — πολύφυλλος with many leaves masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφύλλῳ — πολύφυλλος with many leaves masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφυλλα — πολύφυλλος with many leaves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δασερός — ή, ό [δάσος] 1. (για περιοχή) δασώδης, γεμάτος δάση 2. (για κήπο) πολύδεντρος, με πυκνή βλάστηση 3. (για δέντρα) φουντωτός, πολύφυλλος 4. (για άντρες και ζώα) δασύτριχος … Dictionary of Greek
κατάφυλλος — η, ο (AM κατάφυλλος, ον) (για φυτά) γεμάτος φύλλα, πολύφυλλος, φουντωτός … Dictionary of Greek